γλυκύνοος-ους

γλυκύπαις

γλυκυπάρθενος
γλυκύ·παις, gén. -παιδος (ὁ, ἡ) [ῠῠ] aux doux enfants, ép. de Rhodes, Anth. 12, 52.
Étym. γλ. παῖς.