γλυκυπάρθενος

γλυκύπικρος

γλυκυπότης
γλυκύ·πικρος, ος, ον [ῠῠῐ] dont l’amertume a qqe douceur (l’amour), Sapph. 37 ; Anth. 5, 134 ; 12, 109 ; Cic. Plut.
Étym. γλ. πικρός.