γλυκύς

γλυκυσίδη

γλύκυσμα
γλυκυσίδη, ης () [ῠῠῑ] pivoine, plante, Hpc. 265, 55 ; 660, 40 ; Th. H.P. 9, 8, 6 ; Nic. Th. 940 ; Anon. de vir. herb. 151.
Étym. γλυκύς ; cf. παιωνία.