γλωσσαλγίας

γλώσσαλγος

γλωσσαργία
γλώσσ·αλγος, ος, ον, qui a des démangeaisons de parler, bavard Adam. Physiogn. 2, 25 ||
Sup. -ότατος, Phil. 2, 571.
Étym. γλῶσσα, ἀλγέω.