γλώσσαλγος

γλωσσαργία

γλώσσαργος
γλωσσ·αργία, ας () maladie de la langue, c. à d. bavardage, Clém. 1, 456 a Migne.
Étym. par dissimil. p. γλωσσαλγία ; cf. γλῶσσαργος.
γλωσσ·αργία, att. γλωττ·αργία, ας () inaction de la langue, d’où silence, taciturnité, Luc. Lex. 19.
Étym. γλῶσσα, ἀργός.