γλωσσοειδής

γλωσσοκάτοχος

γλωσσοκομεῖον
γλωσσο·κάτοχος, ος, ον [] qui maintient la langue ; τὸ γλ. P. Eg. 156, instrument de chirurgie pour maintenir la langue.
Étym. γλῶσσα, κατέχω.