γλωσσογράφος

γλωσσοειδής

γλωσσοκάτοχος
γλωσσο·ειδής, att. γλωττο·ειδής, ής, ές, semblable à une langue, Arstt. H.A. 4, 2, 22, etc. (γλωττ-), Diosc. 2, 216 (γλωσσ-).
Étym. γλῶσσα, εἶδος.