Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω-ῶ
γλωσσό·τμητος,
ος, ον,
qui a la langue coupée,
Spt.
Lev.
22, 22
.
Étym.
γλῶσσα, τέμνω
.