γλωσσάριον

γλώσσημα

γλωσσηματικός
γλώσσημα, ατος (τὸ)
I (γλῶσσα, langue) pointe d’un dard, Eschl. fr. 151 ||
II (γλῶσσα, langage)
1 mot vieilli, locution surannée, M. Ant. 4, 33 ||
2 glose, explication d’un mot, Quint. 1, 8, 15.
Étym. γλῶσσα.