γονυαλγής

γονυκαμψεπίκυρτος

γονυκλαυσάγρυπνα
γονυ·καμψ·επίκυρτος, ος, ον [ῠῐ] qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte), Luc. Trag. 203.
Étym. γόνυ, κάμπτω, ἐ.