Γουνεύς

γουνόομαι-οῦμαι

γουνοπαχής
γουνόομαι-οῦμαι, c. γουνάζομαι ; seul. prés. ind. γουνοῦμαι, Il. 21, 74 ; Od. 6, 149 ; 22, 312 ; Anacr. 1, 1 ; 2, 6 ; etc. ; inf. -οῦσθαι, Od. 10, 521 ; part. -ούμενος, Il. 15, 660 ; Archil. 75 ; et impf. γουνούμην, Od. 11, 29 ; 3 pl. γουνοῦντο, A. Rh. 2, 1274.