γουνόομαι-οῦμαι

γουνοπαχής

γουνός
γουνο·παχής, ής, ές [] aux genoux épais, Hés. Sc. 266 ; sel. d’autres, γουνοπαγής, ής, ές [] qui rend les genoux immobiles.
Étym. γόνυ, πάχος, ou παγ- de πήγνυμι.