γραμμάριον

γραμματεία

γραμματείδιον
γραμματεία, ας () [μᾰ]
1 fonction de scribe, Plut. Sert. c. Eum. 1 ||
2 instruction, science, Spt. Sir. 44, 4.
Étym. γραμματεύς.