γραμματεία

γραμματείδιον

γραμματειδιοποιός
γραμματείδιον, ου (τὸ) [μᾰ] petit écrit (lettre, livre de comptes, etc.) Dém. 1268, 14 ; 1283, 4 ; Mén. (Phot. vo παράστασις, p. 115 Mein.).
Étym. dim. de γραμματεῖον.