γραμματεύω
γραμματηφόροςγραμματεύω, f.
εύσω [μᾰ] être
scribe, greffier ou secrétaire,
Thc. 4, 118 ;
Xén. Hell.
5, 4, 2 ; Dém.
315 ; etc. ;
avec le gén. γρ. τῆς
βουλῆς (= γραμματέα εἶναι)
CIA. 1, 176, 1
(426 av. J.-C.) être greffier du sénat.
Étym.
γραμματεύς.