γραμματίδιον

γραμματιδιοποιός

γραμματικεύομαι
γραμματιδιο·ποιός, οῦ () [μᾰῐδ] c. γραμματειδιοποιός, Ath. 280d.
Étym. γραμματίδιον, ποιέω.