γραμματιδιοποιός

γραμματικεύομαι

γραμματικός
γραμματικεύομαι (part. ao. dat. -ευσαμένῳ) [μᾰῐ] s’occuper de grammaire ou de littérature, Anth. 9, 169.
Étym. γραμματικός.