γραμματικῶς

γραμμάτιον

γραμματιστής
γραμμάτιον, ου (τὸ) [μᾰ] dim. de γράμμα, Ant. 135, 33 ; Luc. M. cond. 36, etc.
Étym. Cf. γραμματεῖον.