γραμματιστής

γραμματιστικός

γραμματοδιδασκαλεῖον
γραμματιστικός, ή, όν [μᾰῐκ] qui concerne les éléments de la grammaire, Thém. 23, p. 297d ; ἡ γρ. Phil. 1, 540 ; Sext. P. 1, 44, l’art d’enseigner les éléments de la grammaire.
Étym. γραμματιστής.