γραμματιστικός

γραμματοδιδασκαλεῖον

γραμματοδιδάσκαλος
γραμματοδιδασκαλεῖον, ου (τὸ) [μᾰῐκᾰ] école enfantine, Plut. M. 278e, 712a.
Étym. γραμματοδιδάσκαλος.