γραμματοφορέω-ῶ

γραμματοφόρος

γραμματοφυλακεῖον
γραμματο·φόρος, ου () [μᾰ] qui porte des lettres (lat. tabellarius), Pol. 1, 79, 90 ; 2, 61, 4, etc. ; Luc. Rh. præc. 5.
Étym. γράμμα, φέρω ; cf. γραμματηφόρος.