Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γραμματολικριφίς
γραμματοφορέω-ῶ
γραμματοφόρος
γραμματοφορέω-ῶ
(
seul. inf. prés.
) [
μᾰ
] porter des lettres,
Str.
251
.
Étym.
γραμματοφόρος
.