γυμνασιάρχης

γυμνασιαρχία

γυμνασιαρχικός
γυμνασιαρχία, ας () [ᾰσ]
1 office de gymnasiarque, Xén. Ath. 1, 13 ; Œc. 2, 6 ; Dém. 495, 1 ; Arstt. Pol. 6, 8, 22 ; etc. ||
2 surveillance d’un gymnase, Plat. Ax. 367a.
Étym. γυμνασίαρχος.