γυμνασιαρχέω-ῶ

γυμνασιάρχης

γυμνασιαρχία
γυμνασι·άρχης, ου () [ᾰσ] c. γυμνασίαρχος, Jos. A.J. 12, 3, 1 ; v. γυμνασίαρχος.