γύναι

γυναικάνηρ

γυναικάριον
γυναικ·άνηρ () [ῠᾰ] seul. dat. pl. -άνδρεσσι, Epich. (Sch.-Il. 8, 527) homme efféminé.
Étym. γυνή, ἀνήρ.