γυναικωνῖτις

γυναιμανέω

γυναιμανής
*γυναι·μανέω (seul. part. prés. γυναιμανέων) [ῠᾰ] c. γυναικομανής, Nonn. D. 2, 125 ; 8, 235, etc. ; Q. Sm. 1, 735.