γυναιμανέω

γυναιμανής

γύναιον
γυναι·μανής, ής, ές [ῠᾰ] c. γυναικομανής, Il. 3, 39 ; 13, 769 ; El. N.A. 15, 14 ; Nonn. D. 48, 551, etc.