γηπονία

γηπόνος

γήποτος
γη·πόνος, ου () c. γεωπόνος, Thém. 423, 17 ; Hld. 5, 22 ||
E Dor. γαπόνος [] Eur. Suppl. 420.
Étym. γῆ, πένομαι.