γηπόνος

γήποτος

γηραιός
*γή·ποτος, seul. dor. γά·ποτος, ος, ον [] qui doit être bu par la terre (liquide, libation, etc.) Eschl. Pers. 621 ; Ch. 97, 164.
Étym. γῆ, πίνω.