γηροϐοσκός

γηροκομέω-ῶ

γηροκομία
γηροκομέω-ῶ, c. γηροϐοσκέω, Call. Ep. 53 ; Luc. Tox. 22 ; avec un acc. El. N.A. 10, 16.
Étym. γηροκόμος.