Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γηροκομέω-ῶ
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκομία,
ας
(
ἡ
)
c.
γηροϐοσκία,
Plut.
Cato ma.
5 ;
M.
583
c
;
Jos.
A.J.
5, 9, 4
.