γηροκόμος

γῆρος

γηροτροφέω-ῶ
*γῆρος (τὸ) seul. gén. γήρους, Spt. 3 Reg. 14, 4 ; dat. γήρει, Spt. Gen. 15, 15 ; 1 Par. 29, 28 ; Ps. 91, 14 ; Sir. 8, 6, forme réc. c. γῆρας.