γῆρος

γηροτροφέω-ῶ

γηροτροφία
γηροτροφέω-ῶ, f. ήσω, c. γηροϐοσκέω, Is. 1, 47 ; Plat. Menex. 248d ; au pass. Lys. 133 fin ; Isocr. 305e ||
E Fut. moy. au sens pass. 3 pl. γηροτροφήσονται, Dém. 1399, 17.
Étym. γηροτρόφος.