γηθοσύνη

γηθόσυνος

γηθοσύνως
γηθόσυνος, η ou ος, ον [] joyeux, content, Il. 7, 122, etc. ; Od. 11, 540 ; τινι, Il. 13, 82 ; Od. 2, 16, de qqe ch. ; γηθόσυνος κῆρ, Il. 4, 272, 326 ; 18, 557, joyeux dans son cœur ||
E Fém. γηθόσυνος, Anth. 6, 235.
Étym. γῆθος.