γῆθος

γηθοσύνη

γηθόσυνος
γηθοσύνη, ης () [] joie, plaisir, Il. 21, 390 ; au plur. Hh. Cer. 437 ||
E Dat. pl. épq. γηθοσύνῃσι, A. Rh. 2, 878 ; 4, 620.
Étym. γηθόσυνος.