ἀγνοούντως

ἁγνοπόλος

ἁγνόρυτος
ἁγνο·πόλος, ος, ον :
1 pur, Orph. H. 18, 12 ||
2 qui purifie, Orph. Arg. 38.
Étym. ἁγνός, πολέω.