Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἱματοπώτης
αἱματοπώτις
αἱματορροέω-οῶ
αἱματο·πώτις,
ιδος
(
ἡ
) [
ᾰ
]
fém. du préc.
Man.
4, 616
.