Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἱματοποσία
αἱματοπώτης
αἱματοπώτις
αἱματο·πώτης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] qui boit
ou
suce le sang,
Ar.
Eq.
198, 208
.
Étym.
αἷ. πίνω,
cf.
πέπωκα
.