αἱματορροέω-οῶ

αἱματορρόφος

αἱματόρρυτος
αἱματο·ρρόφος, ος, ον [] qui avale du sang, Eschl. Eum. 193 ; Soph. fr. 813.
Étym. αἷ. ῥοφέω.