Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματό·ρρυτος,
ος, ον
[
ᾰῠ
] de sang versé (goutte)
Eur.
I.A.
1515
.
Étym.
αἷ. ῥέω
.