αἱματόρρυτος

αἱματοσταγής

αἱματουργός
αἱματο·σταγής, ής, ές [ᾰᾰ] dégouttant de sang, Eschl. Pers. 816, etc. ; Eur. Suppl. 812 ; Ar. Ran. 471.
Étym. αἷ. στάζω.