Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἱμορραγώδης
αἱμόρραντος
αἱμορροέω-οῶ
αἱμό·ρραντος,
ος, ον,
arrosé de sang,
Eur.
Alc.
135
.
Étym.
αἷμα, ῥαίνω
.