αἱμόρροια

αἱμορροϊδοκαύστης

αἱμορροϊκός
αἱμορροϊδο·καύστης, ου () appareil pour brûler les hémorrhoïdes, P. Eg. 6, 79.
Étym. αἱμορροΐς, καίω.