αἱμορροϊδοκαύστης

αἱμορροϊκός

αἱμορροΐς
αἱμορροϊκός, ή, όν, qui concerne ou provoque les flux de sang, les hémorrhoïdes, Hpc. Aph. 1254.
Étym. αἱμόρροια.