αἱμόρροος-ους

αἱμορροώδης

αἱμόρρυτος
αἱμορροώδης, ης, ες, qui concerne les flux de sang, Hpc. Coac. 168 ||
Cp. -έστερος, Hpc.
Étym. αἱμόρροος, -ωδης.