αἱμορροώδης

αἱμόρρυτος

αἱμορυγχιάω-ῶ
αἱμό·ρρυτος, ος, ον [] dont le sang coule, Eschl. fr. 230 ||
E Poét. αἱμόρυτος, Anth. App. 384.
Étym. αἷμα, ῥέω.