Ἀλαρόδιοι

ἅλας

ἀλαστέω-ῶ
ἅλας, ατος (τὸ) [ᾰᾰ] sel, Arstt. Mir. 138 ; Thcr. Idyl. 15, 17 ; Plut. M. 668f ; NT. Matth. 5, 13.
Étym. ἅλς.