ἀλιπαρής

ἁλίπαστος

ἁλίπεδον
ἁλί·παστος, ος, ον [ᾰῐ] saupoudré de sel, Archestr. (Ath. 399e); Anth. 6, 191.
Étym. ἅλς, πάσσω.