ἁλμυρώδης

ἁλμώδης

Ἀλμῶπες
ἁλμώδης, ης, ες, c. le préc. Hpc. Coac. 157 ; Th. C.P. 3, 6, 3 ; 6, 10, 7 ||
Cp. -έστερος, Xén. Œc. 20, 12.
Étym. ἅλμη, -ωδης.