ἁλόσανθον

ἁλοσάχνη

ἁλοσκόροδον
ἁλοσ·άχνη, ης () [ᾰλ] écume de mer, algue ou zoophyte de la famille des ἁλκύονεια (v. ἁλκυόνειον) Arstt. H.A. 9, 14, 12.